καυτηριάζω

καυτηριάζω
(ΑΜ καυτηριάζω) [καυτήρας]
1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση
2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου, στιγματίζω, σημαδεύω για διάκριση από άλλα ομοειδή όντα («καυτηριᾱσαί τε τὰς ἵππους λύκον, καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. επικρίνω με δριμύτητα, κατακρίνω σφοδρά, στηλιτεύω, στιγματίζω
αρχ.
παθ. καυτηριάζομαι
μτφ. βασανίζομαι, είμαι άρρωστος («κεκαυτηριασμένην τὴν ἰδίαν συνείδησιν» — με βασανισμένη συνείδηση, έχοντας τη συνείδηση ασθενή, ΚΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καυτηριάζω — καυτηριάζω, καυτηρίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καυτηριάζω — καυτηρίασα, καυτηριάστηκα, καυτηριασμένος 1. καίω με καυτήρα τους ιστούς μέρους του σώματος: Το καυτηρίασε το πληγωμένο μέρος. 2. επικρίνω με δριμύτητα: Καυτηρίασε τη στάση της κυβέρνησης στο ζήτημα αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καυτηριάσω — καυτηριάζω brand aor subj act 1st sg καυτηριάζω brand fut ind act 1st sg καυτηριάζω brand aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηριῶν — καυτηριάζω brand fut part act masc voc sg καυτηριάζω brand fut part act neut nom/voc/acc sg καυτηριάζω brand fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκαυτηριασμένα — καυτηριάζω brand perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκαυτηριασμένᾱ , καυτηριάζω brand perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκαυτηριασμένᾱ , καυτηριάζω brand perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηριαζομένων — καυτηριάζω brand pres part mp fem gen pl καυτηριάζω brand pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηριαζόμενον — καυτηριάζω brand pres part mp masc acc sg καυτηριάζω brand pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηριάζουσι — καυτηριάζω brand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καυτηριάζω brand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκαυτηριασμέναι — καυτηριάζω brand perf part mp fem nom/voc pl κεκαυτηριασμένᾱͅ , καυτηριάζω brand perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκαυτηριασμένον — καυτηριάζω brand perf part mp masc acc sg καυτηριάζω brand perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”